χορεία

χορεία
η, ΝΜΑ
1. σύνολο χορευτών, χορός
2. συνεκδ. ομάδα προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο (α. «η χορεία τών αγγέλων» β. «σὺν ταῑς Ἀσωμάτων χορείαις καὶ τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Δικαίων αὐτοῡ», Μηναί.)
νεοελλ.
ιατρ. κάθε πάθηση τού νευρικού συστήματος, τής οποίας κύριο σύμπτωμα είναι οι άρρυθμες, ακούσιες, απότομες κινήσεις μεγάλου εύρους, συνήθως στις ρίζες τών άκρων και στο πρόσωπο·|| αρχ.
1. όρχηση, ιδίως σε κυκλική κίνηση
2. (κατ' επέκτ.) κάθε κυκλική, περιστροφική κίνηση, όπως λ.χ. η κίνηση τών πλανητών («πλανητῶν... χορείαις», Φίλ.)
3. μέλος για όρχηση,τραγούδι χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κατάλ. -εία (πρβλ. ξυλ-εία). Η λ., ως ιατρ. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chorea (< λατ. chorea), και μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χορεία — χορείᾱ , χορεία dance fem nom/voc/acc dual χορείᾱ , χορεία dance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χορείᾱ , χορεῖος of fem nom/voc/acc dual χορείᾱ , χορεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορείᾳ — χορείᾱͅ , χορεία dance fem dat sg (attic doric aeolic) χορείᾱͅ , χορεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεία — η 1. ομάδα ανθρώπων που αποτελούν ένα σύνολο: Αυτός δεν ανήκει στη χορεία των ποιητών. 2. νευρική πάθηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορεῖα — χορεῖον dancing place neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορείας — χορείᾱς , χορεία dance fem acc pl χορείᾱς , χορεία dance fem gen sg (attic doric aeolic) χορείᾱς , χορεῖος of fem acc pl χορείᾱς , χορεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορείαι — χορείᾱͅ , χορεία dance fem dat sg (attic doric aeolic) χορείᾱͅ , χορεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορείαν — χορείᾱν , χορεία dance fem acc sg (attic doric aeolic) χορείᾱν , χορεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορειῶν — χορεία dance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορεῖαι — χορεία dance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορείαις — χορεία dance fem dat pl χορεῖος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”